Μένα μι συμφέ(ρ)ν’ να κάθουμι

 

                                                                                           του Μιχάλη Πολυπαθέλλη

 

                       

Γι τσιρός ήνταν αν(οι)ξει σ’ τσι γι κόσμους είχει αρχινήσ’ να ετοιμάζ’ σιγά – σιγά τσ’ μπαχτσέδις.

 

Του Κουντουρέλ’ πήγει στ’ Παλιόμαντρα να βάλ’ μπρουστά να καθαρίσ’ κουμάτ’ για να μπουρέσ’  να του σκάψ’.

Πήγει λοιπόν στου μπαχτσέ’ παλβάνουσι ντ’ κατσίκα πήρει του πριγιουνέλ τσι αναίβτσι πάσι μια καρυά να κόψ’ ένα κλαδί που ξέφηβγει τσι πέρνα μές τ’  Στρατγέλ’ του μπαχτσέ που παραπουνιόντουν πους τα κλαδιά τς’ καναν ίστσιου τσι δε νη γινόνταν τα μπαχτσαβαν’κά. Σά μπου πουλέμα να κόψ’ του κλαδί γλύστρισι τσι έπειση μεσ’ του πουταμό του πριγιουνέλ’. Κατέβτσι να του βρει εν του μεταξί γι πουταμός του πήρει πιο κατου , προσπάθσι να πηράσ’ απέναντι  γλύστρισει απά σι μια πέτρα έπεισει μες΄του νιρό γίτσι μπγάδα. Τσι του πριγιουνέλ άφαντου. Του πήρι του νιρό. Πάγ’ του πριγιουνέλ’.

Πήρι τσι φτος του τσκουρέλ’ να βγάλ’ κανέ  χουντρό να βραδιαστεί, να μη σκουλάσ’.

Του μησμέρ’ κάτσει  να φα κουμάτ’,  αμ τσίνου πρόλαβει γι παλιουκατσίκα τσι έφαγι του ψουμί . Τίλιγια του παλιουζώ  κατάφειρει να ριξ’ του μισάλ’ απ’ του δέντρου, γύρυβγει  να βρεις άκριγια.

Σκώθτσι τσι πιάσει πάλι του τσκουρέλ’ να κόψ’ κανέ ξύλου να  βραδιαστεί αμ τσίνου μόλις δότσι δυο – τρεις έσπασει του σαπλίκ’

Ήνταν έτοιμους να παγαίν’ αλλά ίβαλει γι νούσι τ΄ πους μες του νταμ είχει μια τζουγκράνα. Πήγει την πήρι τσι πιάσει να σύρν’ τα παλιουχουρτάρια στου τόπου που θα φύτηβγει τα μπαχτσαβανκά α μη σκουλάσ’ νουρίς. Σα νει ξέσυρει δυο – τρία σέτια, είχει  μια σίχτουσ’ άλλου πράμα,  έμπληξει γι τζουγκράνα μέσει κατ΄ ιλσοί  έσπασι τσι φνοις του σαπλίκ’.

Μανζμένους τσι στεναχουρημένους σα μπου ήνταν σαμάρουσει του γάδαρου, έδεισει τσι ντ’ κατσίκα στου σκαρδέλ τσι τσίνσει για του χουριό. Πέρασει του γιουφύρ’ στ’ Μπαλαμάν’ του μύλου τσι αναίβεινει ντ’ πατουμέν’. Κουμ΄τα πιο κάτου απ’ ντ Καμαριώτ’σα πιτάχτσει μια κουλουσάφρα απί μια πιζούλα ξίπασει γι κατσίκα έσυρει απότουμα σπα γι μισιά τα’ σαμαριού, ζγάφντουν κάτου, έσπασει του τσιφάλιτ’.

Μι χίλια ζόρια ανίβτσι στου χουριό, αφίτσει τα ζα να τα ξισάσ’ γι γ’ ναίκα τσι πήγι στου Ψάλτ, να σας’ του τσιφάλιτ’. Τ’ έδεισει ένα σαρίτσ’ γύρου – γύρου τσι τ’ είπει να πα ύστιρα απι καμπόσις μέρις να του βγάλιν.

Μι ταχιά κάντουν στου τσαρσί στου καφινέ.

Κάτσι κουντάτ γι καφιτζής τσι τ’ λέγ’ ε  Κουντουρέλ ένι πήγις τι’για τα’ έ νη πήγεις πούβητα έγιτια καλή μέρα;

Του Κουντουρέλ μπουκτουρτσμένους απαντά, ιστορώντας τα παθήματά του και καταλήγωντας :

 10 δραχμές του πριγιουνέλ, 10 δραχμές του σαπλίκι, απ’ του τσκουρέλ’, πόσα έκανει του σαπλίκι τσ’ τζουγκράνας, μλιασμένους, νησ’κός τσι μι σπασμένου τσιφάλ.

Ε Πατιρέλ, μένα μι συμφέ(ρ)ν να κάθουμι!

  

 

                                                          

 

Ποίημα για τον Ασώματο Μυτιλήνης 


Το δικό μου το χωριό
δεν είναι μεγάλο, ούτε τρανό,
είναι μικρό & γραφικό,
πνιγμένο μέσα στις ελιές
τριγυρισμένο από κορφές,
Λιάκα, Νίκωνα ,Aγγουρές,
σε καλντερίμια & σοκάκια
εκεί παίζαμε παιδάκια
κι αντηχούσαν οι γειτονιές
από μωρά κι από φωνές,
δεν υπάρχει πια σχολειό
χρόνια τώρα είναι κλειστό,
δεν ήταν εκεί από πάντα
παλιότερα ήταν στη Νυχτάντα*,
στις 8 του Νοεμβρη
είναι η μέρα του Αγίου,
όλοι για τον ΤΑΞΙΑΡΧΗ
του χωριού μας τον προστάτη...

 

Στείλτε τα δικά σας τοπικά ανέκδοτα, ποιήματα ή οτιδήποτε άλλο σχετικό.

Make a Free Website with Yola.